- προκάλυμμα
- -ύμματος, τὸ, ΝΑ [προκαλύπτω]1. καθετί που χρησιμεύει για προκάλυψη2. μτφ. πρόφαση, πρόσχημα, υπεκφυγή («ἁμαρτανομένων δὲ λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται», Θουκ.)νεοελλ.στρ. εδαφική έξαρση, θάμνος, βράχος, εδαφική πτυχή και καθετί που παρέχει κάλυψη ενός μαχητή από την παρατήρηση τού εχθρούαρχ.οτιδήποτε χρησιμεύει για σκέπασμα και προφύλαξη, το περίβλημα («σάρξ ὀστέων προκάλυμμα», Τίμ. Λοκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.