προκάλυμμα

προκάλυμμα
-ύμματος, τὸ, ΝΑ [προκαλύπτω]
1. καθετί που χρησιμεύει για προκάλυψη
2. μτφ. πρόφαση, πρόσχημα, υπεκφυγή («ἁμαρτανομένων δὲ λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται», Θουκ.)
νεοελλ.
στρ. εδαφική έξαρση, θάμνος, βράχος, εδαφική πτυχή και καθετί που παρέχει κάλυψη ενός μαχητή από την παρατήρηση τού εχθρού
αρχ.
οτιδήποτε χρησιμεύει για σκέπασμα και προφύλαξη, το περίβλημα («σάρξ ὀστέων προκάλυμμα», Τίμ. Λοκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προκάλυμμα — anything put before neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκάλυμμα — το, ατος καθετί που καλύπτει από εμπρός, προπέτασμα: Προκάλυμμα καπνού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προκαλυμμάτων — προκάλυμμα anything put before neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλύμμασι — προκάλυμμα anything put before neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλύμμασιν — προκάλυμμα anything put before neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλύμματα — προκάλυμμα anything put before neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλύμματι — προκάλυμμα anything put before neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλύμματος — προκάλυμμα anything put before neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …   Православная энциклопедия

  • αμπρί — το πρόχωμα, προκάλυμμα οχυρού που προφυλάσσει τους υπερασπιστές του από τα πυρά πυροβολικού ή αεροπλάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. abri «καταφύγιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”